- Νηρῄς
- Νηρηίςdaughter of Nereusfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηρῇς — νηρός fresh fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλινήρης — κλῑνήρης , κλινήρης ill in bed masc/fem acc pl (attic epic doric) κλῑνήρης , κλινήρης ill in bed masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κλῑνήρης , κλινήρης ill in bed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νηρηίδα — η (Α Νηρηΐς και Νηρεΐς και συνηρ. τ. Νηρής) συν. στον πληθ. οι Νηρηίδες μυθ. οι πενήντα, ή κατ άλλους εκατό, κόρες τού Νηρέως και τής Δωρίδος, νύμφες που κατά τη μυθολογική παράδοση κατοικούσαν στα βάθη τής θάλασσας, ήταν ωραίες και αθάνατες και… … Dictionary of Greek